ἕκτου

ἕκτου
ἕκτος
sixth
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐκτοῦ — κτάομαι procure for oneself imperf ind mp 2nd sg (attic ionic) κτέομαι procure for oneself imperf ind mp 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκτοῦ — ἑκτός qualities masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀκτοῦ — ἐκτοῦ , κτάομαι procure for oneself imperf ind mp 2nd sg (attic ionic) ἐκτοῦ , κτέομαι procure for oneself imperf ind mp 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποβολή — Η απόρριψη, η απώλεια, το χάσιμο· η άμβλωση, ο πρόωρος τοκετός. Α. λέγεται επίσης η απαγόρευση φοίτησης μαθητή σε σχολείο και ενέχει τον χαρακτήρα πειθαρχικής τιμωρίας. Η α. αυτή μπορεί να είναι προσωρινή ή οριστική. Α. επιβάλλεται και από τις… …   Dictionary of Greek

  • επωβελία — ἐπωβελία, ἡ (Α) 1. φόρος οβολού σε κάθε δραχμή, φόρος τού έκτου μέρους ενός κεφαλαίου 2. χρηματική ποινή που πλήρωνε ο ενάγων στον εναγόμενο αν έχανε τη δίκη και δεν είχε με το μέρος του ούτε το ένα πέμπτο των ψήφων 3. πρόσθετο πρόστιμο ενός… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • Sixteenth note — Figure 1. A sixteenth note with stem facing up, a sixteenth note with stem facing down, and a sixteenth rest. Figure 2. Four sixteenth …   Wikipedia

  • MERCENARIA — Militia, sin???lectu causae, grande nefas. Sicut enim socicates bellicae, eo mitae animô, ut in quodvis bellum nullô causae discrimine promittantrur auxilia, illicitae; Ita nullum vitae genus est improbius, quam eorum, qui sine causae respectu… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έκτη — η (Α ἕκτη) νεοελλ. μουσ. α) το μεταξύ έξι φθόγγων τής μουσικής κλίμακας διάστημα, π.χ. ντο λα, ρε σι κ.λπ. β) έκτης συγχορδία η πρώτη αναστροφή τρίφωνης συγχορδίας αρχ. (το θηλ. τού έκτος ως ουσ.) 1. χρυσό ή αργυρό νόμισμα ίσο με το έκτο τού… …   Dictionary of Greek

  • έφεκτος — ἔφεκτος, ον (Α) 1. αυτός που περιέχει τη μονάδα και το ένα έκτο της (11/6) 2. φρ. «τόκος ἔφεκτος» τόκος ίσος με το 1/6 τού αρχικού κεφαλαίου, δηλ. τόκος 162/3% 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔφεκτον πρόσθετος φόρος ενός έκτου επί τής πληρωμής για τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”